- καλογερίστικος, -η
- -ο ο καλογερικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλογερίστικος — η, ο ο καλογερικός. επίρρ... καλογερίστικα με τον τρόπο τών καλογήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλόγερ ος + κατάλ. ίστικος, πρβλ. κουκλ ίστικος, παπαδ ίστικος] … Dictionary of Greek
μοναχικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε μοναχούς, μοναστικός, καλογερίστικος: Μοναχικός βίος. 2. αυτός που είναι μόνος, απομονωμένος: Αγόρασε ένα μοναχικό σπίτι για να περνάει τα καλοκαίρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)